- στρουθάριον
- στρουθ-άριον [ᾰ], τό, Dim. ofA
στρουθός 1
, Eub.123, M.Ant.5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθός 1
, Eub.123, M.Ant.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθάριον — τὸ, Α [στρουθός] υποκορ. μικρός σπουργίτης, σπουργιτάκι … Dictionary of Greek
στρουθαρίων — στρουθάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθάρια — στρουθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)